Οδυσηιος

Οδυσηιος
    Ὀδυσήϊος
    I
    2
    эп. = Ὀδύσσειος См. Οδυσσειος
    II
    -ῆος ὅ эп. = Ὀδυσσεύς См. Οδυσσευς

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Οδυσηιος" в других словарях:

  • οδυσήιος — ὀδυσήϊος, α, ον (Α) (επικ.τ.) βλ. οδύσσειος …   Dictionary of Greek

  • οδύσσειος — α, ο (ΑΜ ὀδύσσειος, α, ον, Α και ὀδύσειος και επικ. τ. ὀδυσήϊος και ὀδυσσήϊος, α, ον) [Οδυσσεύς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα («οδύσσειες περιπέτειες») 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Οδύσσεια επικό ποίημα τού Ομήρου το οποίο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»